- τρυγῳδία
- τρυγῳδίᾱ , τρυγῳδίαleesfem nom/voc/acc dualτρυγῳδίᾱ , τρυγῳδίαleesfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρυγωδία — ἡ, Α [τρυγῳδός] κωμική λ. αντί τής λ. κωμῳδία ή επειδή οι υποκριτές άλειφαν το πρόσωπό τους με τρυγία ή επειδή νέο, αδιήθητο κρασί, δινόταν ως βραβείο στους νικητές ή, τέλος, επειδή οι παραστάσεις γίνονταν την εποχή τού τρύγου … Dictionary of Greek
τρυγῳδίαν — τρυγῳδίᾱν , τρυγῳδία lees fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγοκωμωδία — ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) τρυγῳδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κωμῳδία (βλ. και λ. τρυγῳδός)] … Dictionary of Greek
τρυγωδός — ὁ, Α (στον Αριστοφ.) αυτός που τραγουδά για τον μούστο ή για το καινούργιο κρασί αλείφοντας το πρόσωπό του με τρυγία ή παίρνοντας ως βραβείο μούστο, ο κωμωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τον τ. τρύξ, τρυγός, κατά το τραγῳδός, για να… … Dictionary of Greek